Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῆς Αἰτωλίας

См. также в других словарях:

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Ιερά Μητρόπολη — Εδρεύει στο Μεσολόγγι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 212 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 194 ιερείς. Για την πλέον άρτια περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Μεσολογγίου, Αγρινίου, Αμφιλοχίας, Αστακού,… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαίος Κωνσταντίνος — (1874 – 1966). Αρχαιολόγος και διδάκτορας της φιλολογίας. Αρχικά δούλεψε επί 5 χρόνια ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια και έπειτα, με εκπαιδευτική άδεια, έφυγε για τη Γερμανία, όπου σπούδασε αρχαιολογία στα πανεπιστήμια, Μονάχου, Βερολίνου και… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλική Συμπολιτεία — Οι πόλεις της αρχαίας Αιτωλίας Καλυδών, Πλευρών, Ώλενος, Χαλκίς, Πυλήνη, Κωνώπη, Λυσιμάχεια, Τριχώνιον, Φύταιον, Στράτος, Αγρίνιον, Θέρμος και άλλες μικρότερες, συγκροτούσαν το Κοινόν της Αιτωλίας. Η Α.Σ. δεν πήρε μέρος στους Περσικούς πολέμους,… …   Dictionary of Greek

  • Ώλενος — Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βασίλειος. Γεννήθηκε στον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας και ήταν αδελφός του Θεόδωρου Α. (βλ. 4.). Πολέμησε στον Μοριά και στη Ρούμελη ως καπετάνιος. Τραυματίστηκε στη μάχη της Άμπλιανης. Μετά την Επανάσταση, του δόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»